στύλους

στύλους
στύ̱λους , στῦλος
pillar
masc acc pl
στύ̱λους , στυλόω
prop
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίστυλος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο στύλους 2. αρχιτ. το ουδ. ως ουσ. το δίστυλο(ν) τμήμα δομής με δύο στύλους …   Dictionary of Greek

  • επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράστυλος — η, ο / τετράστυλος, ον, ΝΑ 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στύλους στην πρόσοψη 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστυλο(ν) κιονοστοιχία από τέσσερεις στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στῦλος (πρβλ. πολύ στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • υποστυλώνω — ὑποστυλῶ, όω, ΝΜΑ στηρίζω κάτι με στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στυλῶ / ώνω «στηρίζω κάτι με στύλους»] …   Dictionary of Greek

  • πρόστυλος — η, ο 1. για οικοδομές, αυτός που έχει μπροστά στύλους, στοά. 2. (αρχαιολ.), ο ναός που έχει στην κύρια είσοδο στοά με στύλους (κίονες): Πρόστυλος ναός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποστυλώνω — υποστύλωσα, υποστυλώθηκα, υποστυλωμένος, βάζω αποκάτω στύλους, υποστηρίζω με στύλους, στυλώνω: Υποστυλώθηκε η γέφυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ФИГАЛИЯ —    • Phigalia,          Φιγαλία, λεια, также Φιάλεια, город на юго западе Аркадии на границе с Мессениней, расположенный на крутой возвышенности, нависшей над северным берегом реки Неды, в которую впадает ручей Лимакс, протекающий вблизи западной …   Реальный словарь классических древностей

  • άστυλος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κένταυρος που προσπάθησε μάταια να πείσει τους αδελφούς του να μην πολεμήσουν εναντίον των Λαπιθών. 2. Πυθαγόρειος φιλόσοφος που τον αναφέρει ο Ιάμβλιχος. 3. Αυλητής Κροτωνιάτης (5ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”